κενοτόπιο

κενοτόπιο
Οι κοιλότητες που βρίσκονται μέσα στο κυτταρόπλασμα. Απαντούν τόσο στα ζωικά όσο και στα φυτικά κύτταρα και είναι γεμάτα από αέρια ή υγρά που περιβάλλονται από λεπτή ελαστική μεμβράνη· η τελευταία πιστεύεται ότι φέρει ένζυμα που σχετίζονται με την ανταλλαγή ουσιών μεταξύ κ. και κυτταροπλάσματος. Τα κ. των ζωικών κυττάρων απαντούν σπάνια στα μετάζωα, σχεδόν πάντοτε όμως στα πρωτόζωα, όπου διακρίνονται σε πεπτικά, τα οποία χρησιμεύουν για την πέψη της τροφής του κυττάρου, και σε σφυγμώδη, τα οποία ρυθμίζουν την οσμωτική ισορροπία του κυτταροπλάσματος και την έκκριση των αερίων που προέρχονται από την καύση των τροφών. Με περιοδικές συσπάσεις των σφυγμωδών κ., εξασφαλίζεται η αποβολή του πλεονάζοντος νερού από το εσωτερικό των κυττάρων. Τα κ. των φυτικών κυττάρων έχουν διάφορα σχήματα, περιέχουν κυτταρικό χυμό και γι’ αυτό ονομάζονται συνήθως χυμοτόπια. Ωστόσο, στα φυτικά κύτταρα έχουν περιγραφεί και δευτερογενή κ., τα οποία προέρχονται από εγκολπώσεις της πλασματικής μεμβράνης και δεν συνδέονται με το κεντρικό χυμοτόπιο. Τα κ. πιστεύεται ότι σχηματίζονται από εκφυλισμένα μιτοχόνδρια και πλαστίδια.
* * *
το
(βιολ.-βοτ.) αδρανές έγκλειστο τού ζωντανού κυτταροπλάσματος που περιβάλλεται από μεμβράνη και που περιέχει σε υδάτινο διάλυμα διάφορες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)-* + -τόπιον (< τόπος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. vacuole].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφυγμώδης — ες / σφυγμώδης, ῶδες, ΝΑ [σφυγμός] νεοελλ. 1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς 2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο» βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα τού γλυκού νερού και σε …   Dictionary of Greek

  • χυμοτόπιο — το, Ν βοτ. το κενοτόπιο τών φυτικών κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυμός + τόπος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vacuole] …   Dictionary of Greek

  • ευγλένη — (euglena viridis). Πρωτόζωο της τάξης των ευγλενοειδών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων. Ζει στα γλυκά νερά, έχει ατρακτοειδές σχήμα και ένα μακρύ μαστίγιο στο ένα άκρο του κυττάρου, το οποίο του επιτρέπει να κινείται στο υγρό περιβάλλον. Η ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”